Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ενεργώ με

  • 1 ενεργώ

    (ε) μετ.
    1) действовать, поступать;

    ενεργώ με περίσκεψη (από κοινού με κάποιον) — действовать осторожно (сообща с кем-л.);

    ενεργώ απερίσκεφτα ( — или άσκεφτα) — поступать опрометчиво, необдуманно;

    2) стараться; добиваться;

    ενεργώ να διορισθώ — добиваться назначения;

    ενεργώ δικαστικώς — обращаться в суд;

    3) осуществлять, проводить, производить;

    ενεργώ διαγωνισμό (εκλογές) — проводить конкурс (выборы);

    ενεργώ επίθεση — вести наступление;

    ενεργώ επιθεώρηση — проводить смотр, инспектировать;

    ενεργώ σύλληψη — производить арест, арестовывать;

    ενεργώ κατά- σχεση — налагать арест (на имущество);

    ενεργώ έγγραφο — дать ход документу, исполнять документ;

    4) слабить (о лекарстве, пище)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενεργώ

  • 2 ενεργώ

    [энэрго] ρ действовать.

    Эллино-русский словарь > ενεργώ

  • 3 αυτοψία

    η 1) юр. освидетельствование (места преступления, трупа); расследование (на месте преступления);

    ενεργώ αυτοψία εις τον τόπον τού εγκλήματος — вести расследование на месте преступления;

    2) мед. аутопсия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυτοψία

  • 4 εξόφληση

    [-ις (-εως)] η
    1) погашение (долга и т. п.); уплата; расчёт;

    κάνω ( — или ενεργώ) εξόφληση — производить расчёт;

    δίνω (παίρνω) εξόφληση — давать (брать) расчёт;

    γιά εξόφληση τού χρέους — в уплату долга;

    2) перен. выполнение (обещания, долга);

    § προς εξόφλησηво исполнение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξόφληση

  • 5 επίθεση

    [-ις (-εως)] η
    1) нападение (тж. спорт.); агрессия; наступление; атака; η συνθήκη μη επιθέσεως договор о ненападении;

    ένοπλη επίθεση — вооружённое нападение;

    παράσπονδη ( — или ύπουλη) επίθεση — вероломное нападение;

    σφοδρά επίθεση — яростное наступление; — ожесточённая атака;

    πλευρική επίθεση — фланговая атака;

    επίθεση αρμάτων μάχης ( — или με τάνκς) — танковая атака;

    περνάω σ' επίθεση — переходить в наступление;

    κάνω επίθεση — совершать нападение, идти в атаку;

    αποκρούω επίθεση — отразить нападение, атаку;

    ενεργώ επίθεση — вести наступление;

    υφίσταμαι πολλάς επιθέσεις перен. подвергаться атакам со всех сторон или неоднократно;
    2) накладывание, наложение, прикладывание;

    επίθεση καταπλάσματος — прикладывание припарок;

    επίθεση σφραγίδος — приложение печати;

    3) перен. враждебное действие, выпад; наступление;
    πλ. нападки;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίθεση

  • 6 θράσος

    I τό
    1) дерзость, наглость, нахальство;

    έχω θράσος — иметь дерзость;

    είχε το θράσος νάρθει στο σπίτι μου — он имел наглость прийти ко мне в дом;

    ενεργώ με θράσος — действовать нахально;

    τί θράσος είναι αυτό! — что за наглость!;

    2) апломб
    θράσος2
    II, α, ο
    1) несвежий, вонючий, гнилой;

    θράσο τυρί — вонючий сыр;

    2) никому не нужный, никчёмный, бесполезный (о человеке); ленивый;

    § πήγε θράσος2пропал ни за грош

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θράσος

  • 7 μόνος

    η, ο[ν] 1.
    1) один, единственный;

    μόνη λύση — единственное решение;

    μόνος μου (σου κ. λ. π.) — я (ты и т. д.) сам;

    αυτη τη δουλιά ( — или την εργασία) την εκανα μόνος μου — я сделал эту работу один, сам;

    τό κατάλαβε μόνος του — он понял это сам;

    σκέψου το μόνος σου — подумай об этом сам;

    2) один, одинокий;

    αίσθάνομαι τον εαυτόν μου μόνο — чувствовать себя одиноким;

    μένω μόνος — оставаться одиноким;

    η μητέρα και η αδελφή έμειναν εντελώς μόνες — мать и сестра остались совсем одни;

    ενεργώ μόνος — действовать в одиночку;

    § μόνοι — наедине, одни;

    (από) μόνος μου (του κ. λ. π.)я (он и т. д.) сам, по собственной инициативе;

    πήγα από μόνος μου στο γάμο — я без приглашения пошёл на свадьбу;

    κατά μόνας — один, наедине с самим собой;

    ομιλώ κατά μόνας — разговаривать с самим собой;

    εργάζεται κατά μόνας — он работает один, в одиночку;

    2. (ο) одиночка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μόνος

  • 8 πλάγια

    επίρρ.
    1) боком, косо, наклонно: наискосок, наискось; 2) коварно, вероломно, исподтишка;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλάγια

  • 9 πλευρικός

    η, ό[ν]
    1) фланговый; боковой;

    πλευρική επίθεση — фланговая атака;

    ενεργώ πλευρική επίθεοτι — атаковать с фланга;

    καταφέρω πλευρικό χτύπημα — ударять во фланг;

    πλευρική άμυνα — фланговая защита;

    2) анат. рёберный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλευρικός

  • 10 προπαγάνδα

    η
    1) пропаганда;

    εχθρική προπαγάνδα — вражеская пропаганда;

    κάνω ( — или αναπτύσσω, ενεργώ) προπαγάνδαпропагандировать (что-л.), заниматься пропагандой (чего-л.);

    2) реклама, рекламирование;
    3) орган пропаганды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προπαγάνδα

  • 11 στερεότυπος

    η, ο [ος, ον ]
    1) полигр, стереотипный, отпечатанный со стереотипа;

    στερεότυπη έκδοση — стереотипное издание;

    2) перен. стереотипный, банальный, стандартный, избитый, шаблонный;

    στερεότυπα αστεία — плоские шутки;

    ενεργώ στερεότυπα — действовать по шаблону

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στερεότυπος

  • 12 συνείδηση

    [-ις (-εως)] η
    1) совесть;

    τύψεις συνείδησης — угрызения

    совести;

    άνθρωπος χωρίς συνείδηση — бессовестный человек;

    ενεργώ σύμφωνα (αντίθετα) με τη συνείδηση μου поступать по (против) совести;
    έχω καθαρή τη συνείδηση μου у меня совесть чиста; γνά να έχω καθαρή τη συνείδηση μου для очистки совести; 2) сознание; сознательность;

    ταξική συνείδηση — классовое сознание;

    δεν έχω συνείδηση — не осознавать, не давать себе отчёта в чём-л.;

    κάνω συνείδησηосознавать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνείδηση

См. также в других словарях:

  • ενεργώ — ενεργώ, ενήργησα (σπάν. ενέργησα) βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • ενεργώ — ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ. 1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο. 2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις. 3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνεργῶ — ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργῷ — ἐνεργός at work masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαμινεύω — ενεργώ νέα καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καμινεύω. ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] …   Dictionary of Greek

  • εφεσιβάλλω — ενεργώ έφεση εναντίον αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου για μεταβίβαση τής υποθέσεως σε ανώτερο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεσις + βάλλω. Η λ. μαρτυρείται στον Παναγ. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • κατάσχω — ενεργώ κατάσχεση, δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. κατά σχω τού ρ. κατ έχω. Κατ άλλη άποψη < κατάσχεση υποχωρητικά, η οποία δημιούργησε αρχικά έναν αόρ. κατάσχησα κι αυτός με τη σειρά του τον ενεστ. κατάσχω κατά το σχήμα πάσχησα: πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • παρασκοτίζω — ενεργώ με τρόπο ενοχλητικό εις βάρος άλλου κουράζοντάς τον …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»